Ναρίν Γκαλέ (Κάστρο)
Τα κάστρα και τα φρούρια αποτελούν συχνά τον πυρήνα του σχηματισμού των πόλεων, που αποτελούσαν τη βάση των αυλικών, των βασιλιάδων και των στρατιωτών. Το Ναρίν Γκαλέ, γνωστό και ως Ναρέντζ Γκαλά μεταξύ των κατοίκων του Μεϊμπόντ, δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Είναι ένα τεράστιο κάστρο στην κορυφή ενός λόφου εντελώς περικυκλωμένο από τις γύρω πεδιάδες.
Το Μεϊμπόντ βρίσκεται σε μια φυσική λεκάνη μεταξύ Γιαζντ και Αρντακάν – μια λεκάνη που στο πολύ μακρινό παρελθόν ήταν μια λίμνη που ονομαζόταν λίμνη Σαβέ – δίπλα στον αρχαίο δρόμο Ράι – Κερμάν, με ένα παλιό φρούριο και μια πόλη της οποίας ιδρυτής ήταν ο “Μεϊμπντάρ”, ένας από τους Σασσανίδες διοικητές του Γιαζντγκέρντ. με διάφορα κτίσματα όπως πανδοχεία, καλύβες, τζαμιά και παλιά σπίτια.
Οι ειδικοί ισχυρίζονται ότι η πόλη κατοικήθηκε πριν από επτά χιλιάδες χρόνια. Η ύπαρξη του Κάστρου Ναρίν που χρονολογείται στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.Χ. είναι απόδειξη αυτού του ισχυρισμού. Αυτό το κάστρο έχει ακανόνιστο ελλειπτικό σχήμα και βρίσκεται σε ένα λόφο ύψους 25 μέτρων σε μια έκταση περίπου 4 εκταρίων, έχει δε 5 πύλες. Το κάστρο έχει φαρδιές και μακριές τάφρους και απρόσιτους πύργους και φράχτες ο αριθμός των οποίων φτάνει τους 6 και είναι χτισμένο σε πέντε ορόφους.
Η μακρά ιστορία του είναι συνυφασμένη με θρύλους και ορισμένοι ιστορικοί αποδίδουν την κατασκευή του στον Προφήτη Σολομώντα όταν εκείνος ζήτησε την ανοικοδόμηση ενός ισχυρού οχυρού στην περιοχή. Αναφέρεται επίσης και ως «Φρούριο των Λευκών Δαιμόνων» του έπους Σαχναμέ, αλλά οι αρχαιολόγοι που έκαναν ανασκαφές στο χώρο του φρουρίου βρήκαν κεραμικά που χρονολογούν την ύπαρξή του στην Εποχή του Σιδήρου και τη Μηδική περίοδο. Πρόκειται για ένα οχυρό που χρησιμοποιήθηκε για αιώνες, δηλαδή κατά την περίοδο των Αχαιμενιδών, των Πάρθων, των Σελευκιδών και των Σασσανιδών.
Επίσης φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε και μετά την έλευση του Ισλάμ. Και επειδή έχει χρησιμοποιηθεί, έχει αναστηλωθεί και ανακαινιστεί σε τακτά χρονικά διαστήματα, πρόκειται για μια τεράστια κατασκευή που στέκεται ακόμα όρθια μετά από αιώνες. Σύμφωνα με εκτεταμένες ιστορικές έρευνες, η τελευταία αποκατάσταση και χρήση του συγκεκριμένου κάστρου φαίνεται να έλαβε χώρα στη διάρκεια της περιόδου του Αλ Μουζαφάρ, ο οποίος το χρησιμοποίησε για κυβερνητικούς σκοπούς.
Ορισμένοι ερευνητές και μελετητές, όπως ο Ιράτζ Αφσάρ και ο Αμπντουλαζίμ Πουγιά, θεωρούν ότι το κάστρο ήταν θρησκευτικό κέντρο και ναός λόγω της ύπαρξης δομής ζιγκουράτ. Οι αρχαιολόγοι δεν απορρίπτουν αυτήν την υπόθεση, αλλά η ύπαρξη συμπαγών τειχών, παρατηρητηρίων, ισχυρών κτιρίων, φαρδιών τάφρων αλλά και η μάλλον αριστοκρατική ύπαρξη και τοποθεσία του φρουρίου στις κοντινές πεδιάδες το έχει κάνει γνωστό ως κυβερνητικό-στρατιωτικό οχυρό, το οποίο μπορούσαν εύκολα να υπερασπιστούν σε ενδεχόμενη επίθεση από εχθρούς.
Το κάστρο είναι κατασκευασμένο από πηλό και λάσπη, υλικά τα οποία συναντά κανείς στην ευρύτερη περιοχή. Όλα τα τείχη και οι πύργοι έχουν δοκούς και στηθαία που ενισχύουν τη στρατιωτική θεωρία του πύργου.
Γύρω από τον φράχτη υπήρχε μια μεγάλη και φαρδιά τάφρος, η οποία δυστυχώς καταστράφηκε με την κατασκευή δρόμου το 1961. Πριν από το 1961, όταν δεν υπήρχαν κατασκευές γύρω από το κάστρο, ο χώρος ήταν επισκέψιμος και μερικές φορές χρησιμοποιήθηκε με το παλιό του στυλ. Οι κάτοικοι της περιοχής θυμούνται ακόμα εκείνη την παλιά αρχιτεκτονική. Για παράδειγμα, παλιά η είσοδος στο κάστρο γινόταν από ένα δρομάκι που βρισκόταν στα ανατολικά της πάνω γειτονιάς και αφού περνούσαν από την τάφρο έφταναν στο κάστρο, η δε πύλη του ήταν δύο μέτρα πάνω από το έδαφος. Η είσοδος μπορούσε να πραγματοποιηθεί με τη βοήθεια ξύλινης γέφυρας η οποία δυστυχώς καταστράφηκε και δεν έχει απομείνει τίποτα σήμερα.
Στο νότιο τμήμα του κάστρου υπάρχουν σκαλισμένοι υπόγειοι χώροι, σαν ορυχεία, που οι αρχαιολόγοι χρονολογούν στη Μηδική περίοδο. Αρχικά θεωρήθηκε ένα είδος πρωτόγονης κατοικίας στη διάρκεια της Μηδικής περιόδου. Ένα άλλο αξιοθέατο αυτού του κάστρου είναι ένα τετράγωνο πηγάδι με πολλούς θρύλους. Κάποιοι λένε ότι είναι γνωστός ως ο τόπος ταφής των θησαυρών των προγόνων και κάποιοι πιστεύουν ότι αναφέρεται ως μπουντρούμι. Το πηγάδι αυτό ονομάζεται «πηγάδι Καράνι» ή «πηγάδι Γκουράνι» από τους Γιαζντί Μογνιάν.
Το Σαχνεσίν, που ήταν η κατοικία των ηγεμόνων της εποχής, είναι μονώροφο. Ωστόσο, υπάρχουν τρεις όροφοι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Είναι το παλαιότερο κτίσμα του κάστρου με δωμάτια στην αρχή της εισόδου που χρησιμοποιούνταν ως αποθήκες αλλά και για την αποθήκευση τροφίμων.