«Σύντομη εισαγωγή στην ιστορία του Περσικού Κόλπου και το ζήτημα της ονομασίας»
Γράφει: Δρ. Γιώργος Λιμαντζάκης
Με αφορμή την Εθνική Μέρα του Περσικού Κόλπου στις 30 Απριλίου, μου ζητήθηκε από τον Μορφωτικό Ακόλουθο της Πρεσβείας της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν στην Ελλάδα, Δρ. Μαχντί Νικάχ Κομί, να παρουσιάσω συνοπτικά την έρευνα που έχω κάνει για την ιστορία του Περσικού Κόλπου και το ζήτημα της ονομασίας. Ξεκίνησα την έρευνα αυτή το φθινόπωρο του 2017, δύο χρόνια μετά το πρώτο ταξίδι μου στο Ιράν, όταν άρχισα να μαθαίνω περσικά και να αναζητώ περισσότερες πληροφορίες για τη χώρα αυτή και τους ανθρώπους της. Σύντομα διαπίστωσα ότι υπάρχουν ελάχιστα διαθέσιμα στοιχεία στην ελληνική βιβλιογραφία και τον ελληνικό τύπο, για αυτό επέλεξα να ασχοληθώ εκτενέστερα με το συγκεκριμένο θέμα, έχοντας κατά νου να συγκεντρώσω έναν όγκο υλικού που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε μια πρώτη έκδοση για το θέμα αυτό στα ελληνικά. Φιλοδοξία μου δεν ήταν και δεν είναι να εξαντλήσω το θέμα αυτό, αλλά να δώσω ένα έρεισμα στο ελληνικό κοινό -επιστημονικό και μη- να ασχοληθεί εκτενέστερα με την πλούσια ιστορία του Ιράν και της ευρύτερης περιοχής του.
Ο Περσικός Κόλπος είναι ένα υδάτινο σώμα στα νοτιοδυτικά της Ασίας, περίπου στο κέντρο της περιοχής η Δύση ονομάζει Μέση Ανατολή. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε γραπτές πηγές από την εποχή που προηγείται της θεμελίωσης της Περσικής Αυτοκρατορίας, αλλά σύμφωνα με μεταγενέστερες, έμμεσες αναφορές, οι Πέρσες ονόμαζαν τον θαλάσσιο αυτό χώρο Derya–e Jam ή Derya–e Pars, δηλαδή Περσική Θάλασσα. Η ονομασία αυτή φαίνεται να είχε ήδη επικρατήσει την περίοδο μεταξύ των ετών 559 και 330 π.Χ., όχι μόνο στο Οροπέδιο του Ιράν, κοιτίδα των Περσών, αλλά και σε περιοχές στα νότια του Περσικού Κόλπου, όπου οι Αχαιμενίδες ασκούσαν έναν έμμεσο έλεγχο ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Η ονομασία «Περσικός Κόλπος» ή «Περσική Θάλασσα» δεν αναφέρεται μόνο από τους Πέρσες, αλλά και από αρκετούς αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο Ηρόδοτος, ο Ξενοφώντας, ο Στράβωνας και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος. Χρονολογικά πρώτος φαίνεται να είναι ο Πυθαγόρας ο Σάμιος, ο οποίος έζησε μεταξύ των ετών 570-495 π.Χ. και υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες ρήτορες και συγγραφείς που ονόμασε τον εαυτό του «φιλόσοφο». Ο Πυθαγόρας ταξίδεψε για αρκετά χρόνια στην ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, ενώ κάποια στιγμή συνελήφθη από στρατιώτες του Πέρση βασιλιά Καμβύση και μεταφέρθηκε στη Βαβυλώνα, όπου απελευθερώθηκε και έμεινε για πάνω από δέκα χρόνια. Ο Πυθαγόρας αναφέρει στα έργα του τη θάλασσα στα νότια της Περσίας ως Περσικό Κόλπο, ενώ αντίστοιχες αναφορές υπάρχουν και στο έργο του Στράβωνα, του διάσημου γεωγράφου της αρχαιότητας, που γεννήθηκε το 64 π.Χ. στην Αμάσεια του Πόντου και πέθανε το 24 μ.Χ. Το γνωστότερο έργο του είναι τα Γεωγραφικά, που αποτελείται από 17 τόμους και σώθηκε σε αρκετά καλή κατάσταση. Το 15ο βιβλίο είναι αφιερωμένο στην Περσίδα και την Ινδία, ενώ στο 16ο περιγράφονται η Ασσυρία (Συρία), η Μεσοποταμία, η Φοινίκη (Παλαιστίνη) και η Αραβία. Το έργο αυτό αποτελεί μια πολύτιμη πηγή για την εποχή του, πολλοί μάλιστα το θεωρούν τον πιο ακριβή παγκόσμιο άτλαντα της εποχής του.
Την ίδια τακτική ακολούθησε και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος, Ελληνιστής μαθηματικός, γεωγράφος και αστρονόμος που έζησε στην Αλεξάνδρεια μεταξύ των ετών 100 και 168 μ.Χ. Τα γνωστότερα έργα του είναι η Μεγίστη και η Γεωγραφία, στη δεύτερη εκ των οποίων επιχείρησε να καταγράψει τις γεωγραφικές γνώσεις της εποχής του. Στο έργο αυτό υπάρχουν εκτενείς αναφορές στη βόρεια Αφρική, την Εγγύς Ανατολή και την Αραβική Χερσόνησο, ενώ το υδάτινο σώμα στα νότια της Περσίας αναφέρεται σαφώς ως «Περσικός Κόλπος», ονομασία που μεταγράφηκε αργότερα στα λατινικά ως Persicus Sinus. Έχει ενδιαφέρον το ότι αναφέρεται για πρώτη φορά μια δεύτερη, εναλλακτική ονομασία του, «Ιερός Κόλπος» (Sacer Sinus στα λατινικά), χωρίς να υπάρχει εξήγηση για αυτό, ενώ αναφέρεται και ο όρος «Αραβικός Κόλπος» (Arabicus Sinus), ο οποίος χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σημερινή Ερυθρά Θάλασσα.
Οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν την ίδια ονομασία με τους Έλληνες τόσο πριν όσο και μετά την επέκτασή τους στην περιοχή, κυρίως στις περιοχές της Εγγύς Ανατολής. Το ίδιο έκαναν και οι Άραβες, οι οποίοι επεκτάθηκαν στην ίδια περιοχή τους πρώτους αιώνες -αν όχι δεκαετίες- μετά τη Χίτζρα, τη μετοικεσία του Προφήτη Μωάμεθ από τη Μέκκα στη Μεδίνα. Εκστράτευσαν μάλιστα και εναντίον της Περσίας και την κατέλαβαν, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι δεν επιχείρησαν να επιβάλλουν μια νέα ονομασία για τον Περσικό Κόλπο. Αντιθέτως, πλήθος πηγές δείχνουν ότι οι Άραβες ηγεμόνες, συγγραφείς και έμποροι συνέχισαν να αναφέρονται σε αυτό το υδατινό σώμα ως al–Khalij al–Fars ή al–Bahr al-Fars, δηλαδή «Περσικό Κόλπο» ή «Περσική Θάλασσα», όπως γινόταν και στο παρελθόν.
Κατά τη διάρκεια του ευρωπαϊκού Μεσαίωνα τα μουσουλμανικά κράτη είχαν τον πλήρη έλεγχο του εμπορίου μεταξύ Ανατολής και Δύσης, αλλά η κατάσταση αυτή άρχισε να αλλάζει τον 15ο αιώνα, όταν η εξέλιξη της ναυσιπλοίας στη νότια και δυτική Ευρώπη επέτρεψε σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη να κάνουν μακρύτερα ταξίδια και να επιχειρήσουν τον περίπλου της Αφρικής. Οι πρώτοι που το κατάφεραν αυτό ήταν οι Πορτογάλοι, οι οποίοι ανακάλυψαν νέους εμπορικούς δρόμους προς την Ινδία και τη Μέση Ανατολή. Με απαρχή το 1508, οι Πορτογάλοι απέκτησαν σημαντικά ερείσματα τις ακτές του Ομάν και τα νότια παράλια της Περσίας, αλλά δεν αμφισβήτησαν την παγιωμένη ονομασία Περσικός Κόλπος, Μare Pérsico στη γλώσσα τους, την οποία χρησιμοποιούσαν κατ’ αποκλειστικότητα καθ’ όλη τη διάρκεια της παρουσίας τους στην περιοχή, από το 1508 μέχρι το 1622, οπότε και εκδιώχθηκαν από τους Πέρσες.
Οι πρώτοι που επέλεξαν να επέλεξαν να διαφοροποιηθούν από την καθιερωμένη, εθιμική αυτή ονομασία ήταν οι Οθωμανοί, οι οποίοι κατέλαβαν τη Μεσοποταμία -δηλαδή το σημερινό Ιράκ- επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή το 1534. Θέλοντας να δείξουν ότι η έξοδος τους στον Περσικό ήταν το πρώτο βήμα προς την παγίωση του ελέγχου τους στην περιοχή, οι Οθωμανοί επιχείρησαν να αποκτήσουν σταθερή παρουσία στον ποταμό που προκύπτει από τη συμβολή των ποταμών Τίγρη και Ευφράτη, γνωστό στα αραβικά ως Shatt-al Arab και στα περσικά ως Arvand Rud, εγκαθιστώντας ισχυρή φρουρά στη Βασόρα, στην οποία διορίστηκε Οθωμανός έπαρχος το 1546. Στο ίδιο πλαίσιο, αμφισβήτησαν την παγιωμένη έως τότε ονομασία «Περσικός Κόλπος», ονομάζοντας το υδάτινο αυτό σώμα Halic-e Basra, δηλαδή «Κόλπο της Βασόρας», ονομασία που επιβιώνει έως σήμερα στα τουρκικά ως Basra Körfezi.
Η οθωμανική αμφισβήτηση της επικρατούσας έως τότε ονομασίας του Περσικού Κόλπου δεν πέρασε απαρατήρητη στους Ευρωπαίους χαρτογράφους της εποχής, ενθαρρύνοντας ορισμένους να αναζητήσουν και άλλες εναλλακτικές ονομασίες. Την αρχή έκανε ο Φλαμανδός γεωγράφος Gerardus Mercator, ο οποίος ανέφερε τον Περσικό Κόλπο σε χάρτη του 1541 ως Sinus Persicus, nunc Mare de Balsera, δηλαδή «Περσικός Κόλπος, πλέον Θάλασσα της Βασόρας», συμμεριζόμενος πλήρως την οθωμανική αμφισβήτηση. Ωστόσο, ο Mercator δεν υπήρξε συνεπής στην επιλογή του, καθώς σε άλλο χάρτη που έφτιαξε το 1569 αναφέρει τον ίδιο κόλπο ως Mare di Mesendin, ονομασία που μάλλον προέκυψε από παραφθορά του ονόματος της χερσονήσου Μουσαντάμ, στη νότια πλευρά του Στενού του Ορμούζ.
Ένας άλλος χαρτογράφος που επέλεξε να διαφοροποιηθεί ήταν ο Βραβαντινός Abraham Ortelius, ο οποίος ανέφερε τον Περσικό Κόλπο σε χάρτη που έφτιαξε το 1570 ως Mare El Catif, συνδέοντας κατά τρόπο ανεξήγητο το υδάτινο αυτό σώμα με την πόλη Al Qatif της σημερινής Σαουδικής Αραβίας. Ως προς αυτές τις επιλογές οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι οι Ευρωπαίοι χαρτογράφοι που διαφοροποιήθηκαν από την καθιερωμένη ονομασία Περσικός Κόλπος δεν επιχείρησαν να τεκμηριώσουν τις επιλογές τους, ενώ είναι σαφές ότι δεν στηρίχτηκαν σε μαρτυρίες εμπόρων, ναυτικών ή άλλων ανθρώπων που μπορεί να γνώριζαν την περιοχή. Αντιθέτως, ανταγωνίστηκαν ο ένας τον άλλο στην επινόηση νέων ονομασιών, φιλοδοξώντας να αναδειχθούν και προβληθούν μέσα από τη χρήση των δικών τους όρων. Η τακτική αυτή είναι αντίθετη με τον «παραδοσιακό» ρόλο του χαρτογράφου, ο οποίος είναι να αποτυπώνει όσο το δυνατόν πιο πιστά την γεωγραφία ενός τόπου και να καταγράφει την πιο γνωστή ονομασία του, και και όχι να επινοεί νέα, δικά του ονόματα. Κατά συνέπεια, οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί ως προς την προβολή και αποδοχή αυτών των εναλλακτικών ονομασιών, τις οποίες θα πρέπει να αντιπαραβάλλουμε με τις ιστορικές πηγές της περιοχής -και όχι μόνο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτοί οι «πειραματισμοί» ενός μικρού αριθμού χαρτογράφων δεν αποτυπώθηκαν στην επίσημη αλληλογραφία και τους εμπορικούς και στρατιωτικούς χάρτες των ευρωπαϊκών δυνάμεων που είχαν παρουσία στον Περσικό Κόλπο, όπως οι Πορτογάλοι, οι Ολλανδοί και οι Βρετανοί. Στο πλαίσιο αυτό, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγεμόνες, έμποροι και περιηγητές εξακολούθησαν να ονομάζουν τον κόλπο Περσικό, όρος που αποτυπώθηκε στις γλώσσες τους ως Sinus Persico, Mare Persio, Mare de Persia, Mer Persane, Pars Sea, Persian Sea, Persischer Bucht, Persiski Zaliv κ.ο.κ. Η πρακτική αυτή συνεχίστηκε αδιάκοπα καθ’ όλο τον 18ο και 19ο αιώνα, δηλαδή την εποχή που η ευρωπαϊκή επιρροή και διείσδυση στην περιοχή ήταν στο απόγειό της. Ακόμα κι όταν η Περσία ουσιαστικά διαμελίστηκε σε σφαίρες επιρροής με την αγγλοπερσική συμφωνία του 1907, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης εξακολουθούσαν να ονομάζουν τον Κόλπο Περσικό, χωρίς αποκλίσεις.
Περιέργως, η καθιερωμένη ονομασία του Κόλπου άρχισε να αμφισβητείται την περίοδο παρακμής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, στον απόηχο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της υποχώρησης της επιρροής της στην Ασία και την Αφρική. Υπάρχουν δύο εκδοχές ως προς την απαρχή του ζητήματος της ονομασίας, με κοινό παρονομαστή το ότι και στις δύο περιπτώσεις σκοπός των «εμπνευστών» του ήταν η μείωση της στρατηγικής σημασίας και επιρροής του Ιράν στον γεωγραφικό του περίγυρο. Η πρώτη -και πιο πιστευτή κατ’ εμένα εκδοχή- είναι ότι το ζήτημα δημιουργήθηκε σκόπιμα από τους Βρετανούς μετά την εθνικοποίηση της βιομηχανίας πετρελαίου του Ιράν από την κυβέρνηση του Μοχάμεντ Μοσαντέκ το 1953, απόφαση που έπληξε καίρια τα βρετανικά συμφέροντα στην περιοχή, ωθώντας το βρετανικό Υπουργείο Αποικιών (Colonial Office) να αναζητήσει τρόπους να αποδυναμώσει τη διεθνή θέση του Ιράν. Ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους για να το πετύχει αυτό ήταν η δοκιμασμένη πολιτική του «διαίρει και βασίλευε» (divide and rule), την οποία το Λονδίνο είχε εφαρμόσει και σε άλλες περιπτώσεις. Στο πλαίσιο αυτής, ο Βρετανός σύμβουλος του εμίρη του Μπαχρέιν, Τσαρλς Μπέλγκρεϊβ (Charles Belgrave) πρότεινε το 1955 τη χρήση του όρου «Αραβικός Κόλπος» (στα αγγλικά Arabian Gulf) ως εναλλακτική στην παγιωμένη «Περσικός Κόλπος», επιχειρηματολογώντας σχετικά στην εφημερίδα Soat al–Bahrain (Φωνή του Μπαχρέιν). Το σκεπτικό ήταν να δημιουργηθεί μια τοπική διένεξη, για τη διευθέτηση της οποίας οι Βρετανοί θα μεσολαβούσαν με τα κατάλληλα ανταλλάγματα. Ο Μπέλγκρεϊβ και οι εντολείς του εκτιμούσαν ότι οι Άραβες των προτεκτοράτων του Περσικού Κόλπου θα κολακεύονταν από την πρόταση και θα την υιοθετούσαν εύκολα, αλλά η διάδοση του Παναραβισμού την ίδια εποχή υπονόμευσε τη βρετανική θέση, με κορύφωση την κρίση του Σουέζ το 1956.
Το ίδιο περίπου διάστημα, το 1957, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του Ρόντερικ Όουεν (Roderic Owen) με τίτλο Golden Bulbs at the Arabic Gulf, δηλαδή «Χρυσά φώτα στον Αραβικό Κόλπο». Στο έργο αυτό ο Όουεν εξήρε τη σημασία του Περσικού Κόλπου με έμφαση στην παρουσία και τον ρόλο των Αράβων, επιχειρηματολογώντας υπέρ της μετονομασίας του σε Αραβικό. Σύμφωνα με τα λεγόμενά του, «Επισκέφθηκα όλα τα μέρη του Περσικού Κόλπου και πίστευα ότι δικαίως ονομάζεται έτσι, καθώς δεν υπήρχε χάρτης ή έγγραφο που να παρέχει άλλη ονομασία. Όταν όμως άρχισα να παρατηρώ προσεκτικότερα, ανακάλυψα ότι οι άνθρωποι που κατοικούσαν τις νότιες ακτές του είναι Άραβες, κατά συνέπεια θα ήταν ίσως πιο ευγενικό να τον ονομάσουμε Αραβικό Κόλπο». Η επίκληση του άγνωστου έως τότε συγγραφέα στην «ευγένεια» ως επιχείρημα είναι τουλάχιστον ειρωνική, με δεδομένο τον κυνισμό και τη βία με την οποία η Βρετανία αντιμετώπιζε τους γηγενείς στις αποικίες και κτήσεις της σε όλο τον κόσμο. Επιπλέον, παραβλέπει εντελώς ότι η ονομασία αυτή είχε ρίζες χιλιάδων χρόνων στην ιστορία, καθώς και το ότι ο περσικός πληθυσμός στη βόρεια ακτή του ομώνυμου Κόλπου ήταν και είναι διαχρονικά μεγαλύτερος των Αράβων, χωρίς αυτό να αποτελεί κριτήριο ή επιχείρημα για την επιλογή της ονομασίας του. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι το βιβλίο του Όουεν μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε και στα αραβικά πριν κυκλοφορήσει στα αγγλικά, ενισχύοντας τις υποψίες ότι γράφτηκε και εκδόθηκε με χρήματα της βρετανικής κυβέρνησης.
Μια άλλη εκδοχή ως προς την «πατρότητα» του ζητήματος της ονομασίας είναι ότι ανήκει στους Άραβες εθνικιστές και ενδεχομένως στον ίδιο τον Αιγύπτιο πρόεδρο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ, αν και κατά τα πρώτα χρόνια της εξουσίας του δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να αναφέρεται στον Περσικό Κόλπο με τη διεθνώς καθιερωμένη ονομασία του, στα αραβικά al–Khalij al–Farsi. Η παραδοσιακή εχθρότητα πολλών Αράβων προς τη Δύση βρήκε μια νέα έκφραση στη ρητορική και ιδεολογία του Νασερισμού, ο οποίος πρόβαλλε το Ισραήλ και το Ιράν ως συνεργάτες της Βρετανίας και των ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή δεν στοχοποίησε μόνο το καθεστώς του σάχη, αλλά γενικά τη χώρα και τον λαό του Ιράν. Με πρόσχημα τη de facto αναγνώριση του Ισραήλ από το καθεστώς του σάχη, η Αίγυπτος διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Ιράν και προέτρεψε και άλλα αραβικά κράτη να κάνουν το ίδιο. Ελάχιστα τη μιμήθηκαν, αλλά ορισμένα υιοθέτησαν τη ρητορική κατά του Ιράν, και αργότερα μέτρα και πρωτοβουλίες που απέβλεπαν στην υπονόμευση και αμφισβήτηση της θέσης του στην περιοχή.
Η πολιτική αυτή απέκτησε ακόμα πιο σαφή αντι-περσικά χαρακτηριστικά μετά το πραξικόπημα του 1958 στο Ιράκ, η ηγεσία του οποίου πρόβαλλε το Ιράν ως εχθρό των Αράβων και προχώρησε στην επίσημη αμφισβήτηση της ονομασίας του Περσικού Κόλπου, τον οποίο ονόμασε «Αραβικό» (Al-Κhalij al–Arabi). Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, την πρακτική αυτή υιοθέτησαν και άλλα αραβικά κράτη, υιοθετώντας νόμους ή διατάγματα που καθιστούσαν υποχρεωτική τη χρήση της ονομασίας «Αραβικός Κόλπος» όχι μόνο στο εσωτερικό τους, αλλά και στις σχέσεις τους με τον υπόλοιπο κόσμο. Το 1964 την ονομασία αυτή υιοθέτησε επίσημα και η Αραβική Ένωση, αλλά οι περισσότεροι διεθνείς οργανισμοί -μεταξύ των οποίων τα Ηνωμένα Έθνη και ο Διεθνής Υδρογραφικός Οργανισμός (IHO)- εξακολούθησαν και εξακολουθούν έως σήμερα να χρησιμοποιούν τον όρο Περσικός Κόλπος.
Οι σχέσεις του Ιράν με ορισμένα αραβικά κράτη άρχισαν να αποκαθίστανται μετά τον θάνατο του Νάσερ το 1970, αλλά πολλά από αυτά επέμειναν στη χρήση της ονομασίας «Αραβικός Κόλπος», ενώ άλλα τον ανέφερεαν ως «ο Κόλπος» σκέτο. Το 1974 το Πανεπστήμιο της Βασόρας ίδρυσε το «Κέντρο Σπουδών για τον Αραβικό Κόλπο», ενώ τον ίδιο χρόνο το Μπαχρέιν, το Κατάρ και το Ομάν ίδρυσαν την Gulf Air, η οποία ανέφερε στο υλικό προβολής της τον Περσικό Κόλπο ως Αραβικό. Η επιμονή ορισμένων αραβικών κρατών σε αυτή την πολιτική δεν άλλαξε μετά την Ισλαμική Επανάσταση του 1979 στο Ιράν, παρά το γεγονός ότι αυτή άλλαξε ριζικά τον διεθνή προσανατολισμό της χώρας, η οποία απογαλακτίστηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Ιράν διέκοψε κάθε σχέση με το Ισραήλ και ήρε την αναγνώρισή του, ενώ ζήτησε την έκδοση του σάχη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με την Αίγυπτο όταν η τελευταία τον δέχτηκε τον Μάρτιο του 1980, έχοντας στο μεταξύ αναγνωρίσει το Ισραήλ με τις Συμφωνίες του Camp David.
Φανερά αιφνιδιασμένη από την Ισλαμική Επανάσταση, η αμερικανική ηγεσία επιχείρησε αρχικά να ανατρέψει τη νέα κυβέρνηση του Ιράν και στη συνέχεια να την πειθαναγκάσει να συνεργαστεί, αλλά απέτυχε και υιοθέτησε σκληρές κυρώσεις, πολλές εκ των οποίων ισχύουν έως σήμερα. Στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής απομόνωσης του Ιράν, οι Ηνωμένες Πολιτείες στήριξαν σε αρκετές περιπτώσεις τις προσπάθειες ορισμένων αραβικών κρατών να προωθήσουν τη διεθνή χρήση της ονομασίας «Αραβικός Κόλπος», άλλοτε υιοθετώντας τη ανεπίσημα στις διμερείς σχέσεις τους με τα κράτη της περιοχής, και άλλοτε ευνοώντας τη χρήση άλλων «εναλλακτικών» ή μεικτών ονομασιών, όπως οι όροι «Αραβοπερσικός Κόλπος» (Arabo–Persian Gulf) ή «ο Κόλπος» σκέτο, την οποία το Ιράν θεωρεί «ενεργό συμβολή στην εγκατάλειψη της ιστορικής ονομασίας».
Σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει και αναδείξει την ιστορία του Περσικού Κόλπου και τη σημασία του για το Ιράν, η ηγεσία του θεσμοθέτησε το 2004 τον εορτασμό της Εθνικής μέρας του Περσικού Κόλπου (Ruz-e Melli-e Khalij-e Farsi), που στο Γρηγοριανό ημερολόγιο είναι στις 29 ή 30 Απριλίου. Την ημέρα αυτή έληξε επιτυχώς η εκστρατεία του σάχη Αμπάς Α΄ κατά των Πορτογάλων το 1622 με την ανακατάληψη του Ορμούζ, η οποία σηματοδότησε το τέλος της ξένης κυριαρχίας στον Περσικό Κόλπο. Σκοπός της θεσμοθέτησης της επετείου είναι να θυμίσει και υπογραμμίσει προς πάσα κατεύθυνση ότι το Ιράν έχει μακρά και ενεργό παρουσία στον Περσικό Κόλπο, τον οποίο υπερασπίστηκε επανειλημμένα ενάντια στην ξένη επιβουλή, και δεν θα διστάσει να το ξανακάνει. Στα περίπου είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε, έλαβαν χώρα και άλλα, μικρότερης σημασίας γεγονότα και εξελίξεις, τα οποία σχεδιάζω να παρουσιάσω αναλυτικά σε μια έκδοση που σχεδιάζουμε σε συνεργασία με το Μορφωτικό Κέντρο της Πρεσβείας του Ιράν στην Αθήνα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επιχειρήσω έναν συσχετισμό με τα καθ’ ημάς. Χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, ο Περσικός Κόλπος είναι για το Ιράν ό,τι είναι το Αιγαίο για την Ελλάδα: μια θάλασσα όπου έχει αδιάκοπη και ενεργό παρουσία εδώ και χιλιάδες χρόνια, μια θάλασσα ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη και ευημερία του, και φυσικά για την ανεξαρτησία του, την οποία θέλει και μπορεί να διαφυλάξει ως «κόρη οφθαλμού». Από την εποχή που άκμασε στην περιοχή η Περσική Αυτοκρατορία, δηλαδή εδώ και 2,5 χιλιάδες χρόνια, σπάνια υπήρξε τέτοια σύμπνοια μεταξύ συγγραφέων και ιστορικών για ένα τοπωνύμιο στη Μέση Ανατολή, όσο για τον Περσικό Κόλπο. Η πραγματικότητα αυτή δεν μπορεί και δεν πρέπει να αλλάξει επειδή ορισμένα κράτη το επιδιώκουν για τους δικούς τους, πολιτικούς λόγους, και όσο έντονα και πιεστικά κι αν το επιχειρούν, το Ιράν δεν έχει λόγο να το αποδεχτεί.