Μουχαμμάντ Ρεζά Λοτφί (Γκολεστάν)

Ο Μουχαμμάντ Ρεζά Λοτφί ήταν μουσικός, συνθέτης, προικισμένος παίκτης των μουσικών οργάνων Ταρ, Σετάρ και Καμαντσέ, ερευνητής και δάσκαλος της παραδοσιακής μουσικής του Ιράν.

Γεννήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1946 στην πόλη Γκοργκάν. Και οι δύο γονείς του ήταν δάσκαλοι. Λέει ότι μεγάλωσε μαζί με το μουσικό όργανο Ταρ του αδελφού του. Τελείωσε τη δημοτική του εκπαίδευση στο Γκοργκάν.  Στη συνέχεια μετακόμισε στην Τεχεράνη για να συνεχίσει να παίζει Ταρ. Εισήχθη στις τάξεις της Εθνικής Μουσικής Καλλιτεχνικής Σχολής. Ο Λοτφί ωφελήθηκε από τις διδασκαλίες μεγάλων δασκάλων όπως ο Αλί Ακμπάρ Σαχναζί και ο Χαμπιμπολάχ Σαλεχί. Γνώρισε μουσικούς όπως ο Χοσέιν Αλιζαντέ και ο Νταριούς Ταλαεέ στα δημόσια μαθήματα του Μουσικού Σχολείου Τέχνης. Κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του στο Καλλιτεχνικό Σχολείο εντάχθηκε στην ορχήστρα των Σαμπά, όπου ξεκίνησε την καριέρα του ως ταρίστας. Το 1973 ο Λοτφί μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Τεχεράνης. Αποφοίτησε με το τελευταίο του έργο «Η μουσική Αβάζ[1] του Ιράν –  οι Σχολές του Ισφαχάν και του Ταμπρίζ».

Διετέλεσε διευθυντής του τμήματος Μουσικής της Σχολής Καλών Τεχνών της Τεχεράνης για ένα  σύντομο χρονικό διάστημα. Παραιτήθηκε από τη θέση αυτή μόλις ενάμιση χρόνο αργότερα.

Ο Μουχαμμάντ Ρεζά Λοτφί ξεκίνησε την επίσημη καριέρα του στο χώρο της Μουσικής το 1971. Με την υποστήριξη του Χουσάνγκ Εμπτεχάτζ, ενός διάσημου ποιητή του Ιράν του 20ού αιώνα, σχημάτισε μια ομάδα, η οποία, με την καθοδήγηση του Εμπτεχάτζ, αναδημιουργούσε τα αριστουργήματα του παρελθόντος. Δεδομένου ότι αναδημιουργούσαν ένα έργο του Αλί Ακμπάρ Σεϊντά[2], το συγκρότημα επέλεξε το όνομα “Σεϊντά”. Ο Χουσάνγκ Εμπτεχάτζ δημιούργησε ένα πρόγραμμα στο ραδιόφωνο για να παρουσιάσει καλύτερα το συγκρότημα. Το πρόγραμμα ονομαζόταν “Γκολτσιν-έ Χαφτέ” (Το καλύτερο της εβδομάδας) και έπαιζε τα έργα του συγκροτήματος “Σεϊντά” κάθε Παρασκευή πρωί. Μετά το περιστατικό της 8ης Σεπτεμβρίου 1978[3], ο Λοτφί παραιτήθηκε από το πρόγραμμα στο ραδιόφωνο και απομακρύνθηκε από το ίδιο το συγκρότημα και τον ίδιο τον Εμπτεχάτζ. Αργότερα ο Λοτφί και η ομάδα του συνέχισαν τις εργασίες τους στο Πολιτιστικό Κέντρο του Τσαβός.

Αυτό το κέντρο αποτελούνταν από το συγκρότημα “Σεντιντά” που τώρα διευθύνεται από τον Λοτφί καθώς και το συγκρότημα “Αρέφ” που σχηματίστηκε από τους συνθέτες Χοσέιν Αλιζαντέ και Παρβίζ Μεσκατιάν. Τα δυο συγκροτήματα ηχογράφησαν κρυφά κομμάτια στο υπόγειο του σπιτιού του Λοτφί και τα δημοσίευσαν στην αγορά μέχρι την Ιρανική Επανάσταση. Το πολύ γνωστό τραγούδι “Iran, Ey Sarayeh Omid” είναι ένα από τα έργα τους.

 

 

 

Ο Μουχαμμάντ Ρεζά Λοτφί είναι ένας από τους μουσικούς με τη μεγαλύτερη επιρροή που έπαιζε το μουσικό όργανο Ταρ. Το 1983 πολλοί νέοι ανυπομονούσαν να μάθουν αυτό το όργανο αφού άκουσαν το άλμπουμ “Remembering Darvish Khan”. Ήταν τόσο ενθουσιώδεις που το κέντρο του Τσαβός αποδείχθηκε ανεπαρκές για να τους διδάξει όλους. Ο Λοτφί έζησε στις ΗΠΑ από το 1986 ως το 2006. Όταν επέστρεψε στο Ιράν, άρχισε να διδάσκει μαθητές στο Μακτάμπ του σπιτιού του Μιρζά Αμπντολλά. Ο διάσημος καλλιτέχνης πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 2014 μετά από μάχη με τον καρκίνο. Είναι θαμμένος στη γενέτειρά του, το Γκοργάν.

[1] Φωνητικό τμήμα είδους της περσικής μουσικής χωρίς μέτρο.

[2] Σεϊντά ήταν το ψευδώνυμο του Μιρζά Αλί Ακμπάρ Σιραζί, ενός Πέρση μουσικού που θεωρείται ως ο σημαντικότερος συνθέτης του λυρικού λαϊκού τραγουδιού στην ύστερη περίοδο των Κατζάρων. Ήταν επίσης συνθέτης γαζάλ, καλλιγράφος, τραγουδιστής και σεταρίστας.

[3] “Μαύρη Παρασκευή” είναι το όνομα που δόθηκε σε ένα περιστατικό που συνέβη στις 8 Σεπτεμβρίου 1978 (17 Σαχριβάρ 1357 στο ιρανικό ημερολόγιο) στο Ιράν, κατά το οποίο τουλάχιστον 100 άνθρωποι πυροβολήθηκαν και 205 τραυματίστηκαν από τον στρατό Παχλαβί στην πλατεία Τζαλέ της Τεχεράνης.

Facebook
Twitter
Email